- αρνητής
- οθηλ. -ήτρια αυτός που απαρνιέται κάτι: Δεν περίμενα πως θα γινόταν αρνητής της φιλίας μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρνητής — ο (Μ ἀρνητής) [αρνούμαι] αυτός που απαρνείται ή που εγκαταλείπει κάτι («αρνητής του Χριστού», «αρνητής της αγάπης») … Dictionary of Greek
отъметьникъ — ОТЪМЕТЬНИК|Ъ1 (36), А с. 1.Тот, кто отказывается, отрекается от кого л., чего л.; отступник: Си въпрашаѥми ѿ своихъ велѣнии. ѿмьстьници [вм. ѿметьници?] бывають. и бе стѹда и ѹсьрдьно проклинають вьсѧ. (ἔξαρνοι) КЕ XII, 287б; ˫ако же многашьды въ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αντιθρησκευτικός — ή, ό αντίθετος προς τη θρησκεία, αρνητής της θρησκείας … Dictionary of Greek
αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
συνευαγγελιολυτώ — έω, Μ είμαι μαζί με άλλους αρνητής τού Ευαγγελίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐαγγελιολύτης*] … Dictionary of Greek
τρισάρνητος — ον, Μ αυτός που είναι αρνητής τών πάντων, που τηρεί τελείως αρνητική στάση σε όλα («εὑρίσκονται οἱ εἰκονομάχοι οὐκ ἀρνησίχριστοι μόνον, ἀλλὰ γὰρ καὶ τρισάρνητοι», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἀρνοῦμαι] … Dictionary of Greek
ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… … Dictionary of Greek